επιπλωτήρας

επιπλωτήρας
ο
το τμήμα ενός οργάνου (π.χ. διχτιού) που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού για να συγκρατεί το υπόλοιπο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. flotteur). Η λ. στον λόγιο τ. επιπλωτήρ μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”